Στενή έχει αποδειχθεί ότι είναι η σχέση μεταξύ ωρών ύπνου και υγείας οστών, καθώς, όπως διαπίστωσε μια μελέτη, όσες γυναίκες κοιμούνται μέχρι 5 ώρες τη νύχτα είναι πιθανότερο να αντιμετωπίσουν πρόβλημα με την πυκνότητα των οστών τους.
Το οστό είναι ζωντανός ιστός που υφίσταται συνεχή σχηματισμό και επαναρρόφηση. Η διαδικασία, γνωστή ως αναδόμηση του οστού, αφαιρεί τον παλαιό οστικό ιστό και τον αντικαθιστά με νέο. Η χαμηλή οστική πυκνότητα και τα οστεοπορωτικά κατάγματα είναι συνηθισμένες εκδηλώσεις γήρανσης και σχετίζονται με αυξημένους κινδύνους νοσηρότητας και θνησιμότητας. Οι άνθρωποι με οστεοπόρωση χάνουν προοδευτικά σημαντική πυκνότητα και τα οστά τους καθίστανται πορώδη και κακής ποιότητας. Υπολογίζεται ότι περίπου 1 στις 3 γυναίκες και 1 στους 5 άντρες ηλικίας 50 ετών και άνω κινδυνεύουν να υποστούν κάταγμα εξαιτίας αυτής της αιτίας.
Η αντοχή των οστών και η πυκνότητά τους βρίσκονται στο απόγειό τους όταν ο άνθρωπος διανύει τα τελευταία χρόνια της 3ης δεκαετίας της ζωής του. Με την πάροδο του χρόνου, ο ρυθμός οστικής απορρόφησης ξεπερνά εκείνη του σχηματισμού, οπότε η πυκνότητα των οστών μειώνεται. Στις γυναίκες αυτό συμβαίνει ταχύτερα κατά τα πρώτα έτη μετά την εμμηνόπαυση. Έτσι είναι επιρρεπείς σε κατάγματα χαμηλής ενέργειας, δηλαδή σε εκείνα που προκαλούνται από άσκηση μικρής ή μέτριας δύναμης, τα οποία προκύπτουν συνηθέστερα στα ισχία, στους καρπούς και στη σπονδυλική στήλη.
Ο ύπνος είναι μια πολύ βασική βιολογική ανάγκη που συμβάλλει σε διάφορες μεταβολικές και ενδοκρινικές λειτουργίες. Η κακή ποιότητα και διάρκεια ύπνου έχει επιπτώσεις σε ένα ευρύ φάσμα παθήσεων. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται ο διαβήτης, η υπέρταση, οι καρδιαγγειακές παθήσεις, η παχυσαρκία, και η θνησιμότητα.
Με αυτή τη γνώση, μια ομάδα ερευνητών από το Πανεπιστήμιο του Μπάφαλο διεξήγαγε μια μελέτη σε 11.084 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, οι οποίες συμμετείχαν σε μια μεγαλύτερη μελέτη (Women’s Health Initiative). Θέλησαν να εξετάσουν εάν η διάρκεια και η ποιότητα του ύπνου έχει αρνητική επίδραση στην οστική πυκνότητα, σε πολλαπλά σημεία σώματος και στην επικράτηση της οστεοπενίας και της οστεοπόρωσης. Υπέθεσαν ότι οι γυναίκες με μικρή διάρκεια ύπνου ή μεγάλη διάρκεια ύπνου και κακή ποιότητα ύπνου έχουν χαμηλότερη οστική πυκνότητα και είναι πιθανότερο να έχουν χαμηλή οστική μάζα και οστεοπόρωση. Δημοσίευσαν τα ευρήματά τους στο περιοδικό Journal of Bone and Mineral Research και όπως έχουν αναφέρει αποτελεί συνέχεια μιας προηγούμενης μελέτης, από την οποία είχε φανεί ότι υπάρχει συσχετισμός του σύντομου ύπνου και υψηλότερης πιθανότητας κατάγματος στις γυναίκες.
Οι συμμετέχουσες στη μελέτη μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες είχαν μέση ηλικία τα 63,3 έτη, και ήταν 78% λευκές. Περίπου το 10% ανέφερε ότι κοιμόταν 5 ώρες ή λιγότερο και το 4,5% κοιμόταν 9 ή περισσότερες ώρες ανά νύχτα. Από τα ευρήματα διαπιστώθηκε ότι σε σύγκριση με τις γυναίκες που κοιμόντουσαν περισσότερο, όσες ανέφεραν ότι είχαν μόνο 5 ώρες ύπνου τη νύχτα είχαν σημαντικά χαμηλότερες τιμές σε τέσσερις μετρήσεις της οστικής πυκνότητας (ολόκληρου του σώματος, του ισχίου, του μηριαίου αυχένα και της σπονδυλικής στήλης).
Τα οστά των γυναικών της ομάδας που κοιμόντουσαν λίγες ώρες είχαν την εικόνα των οστών που θα είχαν γυναίκες 1 έτος μεγαλύτερες.
Τα αποτελέσματα ήταν ανεξάρτητα από άλλους παράγοντες που θα μπορούσαν ενδεχομένως να τα επηρεάσουν, όπως η ηλικία, η φυλή, οι επιδράσεις της εμμηνόπαυσης, το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ, ο δείκτης μάζας σώματος, η χρήση υπνωτικών χαπιών, η άσκηση και ο τύπος του μηχανήματος με το οποίο πραγματοποιήθηκαν οι εξετάσεις οστικής πυκνότητας.
Η γνώση που προσέφερε αυτή η μελέτη είναι σημαντική, γιατί η οστεοπόρωση οδηγεί συχνά σε κατάγματα του ισχίου, η αποκατάσταση των οποίων γίνεται με χειρουργική επέμβαση. Διαφορετικά οι πάσχοντες χάνουν την ικανότητά τους να αυτοεξυπηρετούνται. Έχουν δε αυξημένο κίνδυνο θανάτου. Τις περισσότερες φορές τα κατάγματα στο ισχίο αντιμετωπίζονται με ολική αρθροπλαστική, μια επέμβαση που τους χαρίζει ξανά την ικανότητα της βάδισης και της ανεξαρτησίας. Μάλιστα, όταν πραγματοποιείται με την ελάχιστα επεμβατική μέθοδο AMIS, στην οποία μπορούν να υποβληθούν και οι ηλικιωμένοι που είναι πολύ πιθανό να υποφέρουν και από άλλα προβλήματα υγείας, αναρρώνουν ταχύτατα, χωρίς μετεγχειρητικούς πόνους. Αυτό οφείλεται στη διατήρηση της ακεραιότητας των μυών και των τενόντων στην περιοχή κατά τη διάρκεια του χειρουργείου.
Οι μικρές τομές μέσω των οποίων πραγματοποιείται η επέμβαση ελαττώσουν την απώλεια αίματος, συντομεύουν τη νοσηλεία. Βελτιώνουν επίσης και την εμφάνιση της ουλής. Γενικά, τα οφέλη για τους ασθενείς είναι πολλαπλά, αρκεί η επέμβαση με τη συγκεκριμένη τεχνική να πραγματοποιείται από κατάλληλα καταρτισμένους χειρουργούς.
Δρ. Αθανάσιος Τσουτσάνης